- παράλημψις
- ἡ, Αβλ. παράληψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράληψη — η / παράληψις και παράλημψις και δωρ. τ. παράλαμψις, ΝΑ [παραλαμβάνω] το να παραλαμβάνει κανείς κάτι από άλλον, λήψη, παραλαβή αρχ. 1. διαδοχή ενός από κάτι άλλο («παράληψις τῆς βασιλείας», επιγρ.) 2. άλωση, κατάληψη πόλης 3. μάθηση, μόρφωση,… … Dictionary of Greek